ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ
Σκύλος είμαι, τί περιμένετε;
(η δυστυχία να είσαι σκύλος- έρμαιο της ανθρώπινης ανευθυνότητας)
Ετσι αποκτήθηκα.Πήγα σπίτι τους. Εγινα δικός τους. Ημουν ο σκύλος τους. Καμάρωναν μάλιστα στην αρχή. Ειδικά ο Αντρέας. Για πολλούς λόγους. Γιατί πότε ήμουνα παιχνίδι, φύλακας, σωματοφύλακας, σύντροφος, προστάτης ή υπηρέτης. Γιατί ακόμα και τη μπάλα του ο Αντρέας να μου ζητούσε να του φέρω, εγώ αμέσως ό,τι και να γινόταν του την έφερνα. Τα πάντα εγώ για τον Αντρέα. Τα πάντα για να αρέσω και να με αγαπάει ο Αντρέας. Εκείνος με αγαπούσε και το ήξερα. Το έβλεπα. Το ένοιωθα και το ανταπέδιδα.
Θυμάμαι ήταν βράδυ. Σκοτεινά πάντως ήταν. Θυμάμαι πως ο πατέρας του Αντρέα μετά από καιρό έμοιαζε καλός πάλι. «Ελα, φεύγουμε!» μου είπε και δεν έμοιαζε ταξίδι που θα γυρίζαμε. Ακολούθησα. Κοντοστάθηκα εκεί που ο Αντρέας κοιμόταν. Με τράβηξε. Η μανούλα του χωρίς φαράσι και σκούπα. Σαν να λυπόταν αλλά και να χαιρόταν. «Αντε πήγαινε κι εσύ στο καλό!...» ευτυχώς που είχα μάθει τη γλώσσα τους μετά από τόσους μήνες. Εκείνοι δεν ήξεραν μάλλον τη δική μου. Χαιρέτησα τη μανούλα του Αντρέα με την ουρά μου κατεβασμένη. Εκείνη έκλεισε την πόρτα του Αντρέα. Να μη με δεί και να μην ακούσει τη βουή απ' την ουρά μου που έκλαιγε.
Στο κεφαλόσκαλο αντιστάθηκα. Μου βάρεσε κλωτσιά ο μπαμπάς του Αντρέα μου και δεν πόνεσα. Πόνεσα που ο Αντρέας δεν ήταν στην πόρτα να τον δώ, να κάνω ό,τι και να μου ζήταγε. Ακόμα και να φύγω.
Μετά έγινε κρύο. Τόσο κρύο και τόση πείνα και τόση δίψα και τόσο θόρυβος εκεί που βρέθηκα και τόσο άδειος που ένοιωσα χωρίς εκείνο το λουρί να με πηγαινοφέρνει στον Αντρέα μου, που δεν κατάλαβα τι είχε γίνει και πού είχα φταίξει. Κούρνιασα δίπλα σε μια μεγάλη σκάλα μήπως και γίνει κανά θαύμα και έχει βρεί ο Αντρέας μου τρόπο να με φτάσει. Είδα δυό μικρά ποδαράκια και είπα «ήρθε!» αλλά αυτός που ερχόταν ήταν άλλος Αντρέας κι ούτε που σταμάτησε να δεί τι κάνω.
Πήγα αλλού. Μετά αλλού. Σε άλλους δρόμους, άλλες σκάλες, άλλα σπίτια. Είδα καινούργια πράγματα ψάχνοντας τα παλιά. Πρόσωπα άλλα αναζητώντας τα πρώτα που με είχαν. Τώρα το μόνο που είχα ήταν ότι δεν είχα τίποτα, αφού δεν είχα τον Αντρέα και ό,τι υπήρχε δίπλα και γύρω του. Πώς μπορούσα να ζήσω χωρίς τον Αντρέα ακόμα κι αν έβρισκα λίγο ψωμί ή μια γούρνα με λασπωμένο νερό;
Προσπάθησα καιρό. Να βρώ το δρόμο της επιστροφής μου προς τον Αντρέα. Ούτε τον βρήκα κι ούτε νομίζω πως θα τον βρώ ποτέ πιά. Τσάμπα κόπος και τρεχάλα. Κρίμα! Κι όταν γίνεται νύχτα, κρύο κι όταν πείνα γίνεται μαζί με τη νύχτα και βρίσκω ένα κομμάτι χαρτιού ή ένα χαλάκι ν' απαγκιάσω την κούραση, την πείνα και το παγωμένο σώμα μου, πριν αποκοιμηθώ πάλι τον Αντρέα σκέπτομαι. Μήπως του λείπω και μήπως με χρειάζεται.
Γιατί σκύλος είμαι, τι περιμένετε;
Αν ήμουν άνθρωπος ένα σκυλάκι που τόσο πολύ μ' αγάπησε θα σκεπτόμουν;
Λιάνα Αλεξανδρή
ΓΡΑΦΕΙΟ - ΦΙΛΟΖΩΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ: Τ.Θ. 120, Τ.Κ. 194 00, Κορωπί,
Τηλ.: 210 6020.202 Fax: 210 6021.353
ΚΤΗΝΙΑΤΡΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ: Αγίων Αναργύρων 34, 11144, Νέα Χαλκηδόνα
Τηλ.: 210 2531.977, 210 2581.391, Fax: 210 2531.977
www.filozoiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου